σφύξη

σφύξη
nabız atışı, kalp atışı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφύξη — η / σφύξις, εως, ΝΑ [σφύζω] ο αρτηριακός παλμός, ο σφυγμός (α. «έχει ογδόντα σφύξεις το λεπτό» β. «σφύξις τής καρδίας», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • σφύξη — η σφυγμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”